σχολαστικίζω

σχολαστικίζω
είμαι σχολαστικός ή συμπεριφέρομαι σαν σχολαστικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σχολαστικίζω — και σκολαστικίζω Ν είμαι ή συμπεριφέρομαι σαν σχολαστικός, τηρώ τους τύπους ή ασχολούμαι με ανούσιες λεπτομέρειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολαστικός. Το ρ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] …   Dictionary of Greek

  • σχολαστικισμός — Οι πρώτες απόπειρες πραγματικής φιλοσοφικοθρησκευτικής έρευνας στη Δύση, μετά την πτώση του αρχαίου πολιτισμού, έγιναν μόλις κατά τον 9o αι., μέσα στα πλαίσια της καρολίγγειας αναγέννησης. Ο σημαντικότερος πνευματικός καρπός της περιόδου αυτής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”